χαλκιδικός

χαλκιδικός
-ή, -ό / χαλκιδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, -ίδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν
(στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την είσοδο οικοδομήματος
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Χαλκιδική
χερσόνησος στα νότια τής Μακεδονίας, μεταξύ τού Θερμαϊκού και τού Στρυμονικού Κόλπου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδικός
εἶδος ἀλεκτρυόνος»
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιδική
α) είδος σαύρας με χαλκόχρωμες ραβδώσεις στη ράχη
β) είδος ψαριού, η χαλκίς*
3. φρ. «χαλκιδικὸς πορθμός» — ο πορθμός τού Ευρίπου (Στράβ.)
4. παροιμ. φρ. «ὥσπερ Χαλκιδικὴ τέτοκεν ἡμῖν ἡ γυνή» — λεγόταν για γυναίκες που γεννούσαν πολλά παιδιά, λόγω τής Κόμβης, η οποία καταγόταν από τη Χαλκίδα και για την οποία υπήρχε η φήμη ότι γέννησε εκατό παιδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χαλκιδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαλκίδα ή στους κατοίκους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικά — Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικά — χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικῶν — Χαλκιδικός of fem gen pl Χαλκιδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικῶν — χαλκιδικός of fem gen pl χαλκιδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικόν — Χαλκιδικός of masc acc sg Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικόν — χαλκιδικός of masc acc sg χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικαῖς — Χαλκιδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”